Συνεχίζονται οι έρευνες για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έχασε τη ζωή της η 32χρονη γυναίκα στο Μπορντό της Γαλλίας από αλλαντίαση.
Η άτυχη κοπέλα έφαγε στο διάσημο εστιατόριο Tchin Tchin o ιδιοκτήτης του οποίου να δηλώνει συντετριμμένος και να μην μπορεί να καταλάβει τι συνέβη. Βέβαια ερωτήματα προκύπτουν και για ποιον λόγο, αφού είδε ότι κάποιες κονσέρβες με σαρδέλες μύριζαν, για ποιον λόγο δεν τις πέταξε, κάτι που σύμφωνα με τον δικηγόρό του ειναι κάτι που τον στοιχειώνει.
Ο Στεφάν Γκιτάρντ, ο δικηγόρος του εστιάτορα, μίλησε στην εφημερίδα Sud Ouest και περιέγραψε την αγωνία του πελάτη του, ο οποίος συνεργάζεται όλη την εβδομάδα με τις αρμόδιες αρχές και συγκεκριμένα την DDPP για να εντοπίσει τυχόν πελάτες που μπορεί να έχουν φάει τις κονσερβοποιημένες σαρδέλες του.
Σημειώνεται ότι δώδεκα άτομα νοσηλεύτηκαν σε νοσοκομείο της περιοχής, 7 εξ αυτών στην εντατική ενώ μία 32χρονη Ελληνίδα έχασε τη ζωή της από αλλαντίαση, με κοινό χαρακτηριστικό όλων τους, την κατανάλωση σαρδέλων στο συγκεκριμένο wine bar στο Μπορντό.
«Ο πελάτης μου είναι συντετριμμένος. Έμαθε για την έρευνα και του εξήγησα πώς λειτουργεί. Δεν σκέφτεται καθόλου τον εαυτό του. Του εξήγησα ότι διακυβεύονται πολλά, αλλά δεν είναι η προτεραιότητά του. Η προτεραιότητά του είναι να διασφαλίσει πως δεν υπάρχουν άλλοι ασθενείς, πως όσοι βρίσκονται στο νοσοκομείο θα πάρουν εξιτήριο και φυσικά σκέφτεται αυτή την οικογένεια που έχασε ένα αγαπημένο πρόσωπο 32 μόλις ετών. Αυτό είναι το μόνο που τον ενδιαφέρει. Όλη την περασμένη εβδομάδα την πέρασε με την DDPP ( Direction départementale de la protection des populations). Πέρασαν ώρες προσπαθώντας να εντοπίσουν τα άτομα που δοκίμασαν σαρδέλες στο μαγαζί του. Συνεργάστηκε ολόψυχα. Είναι σωματικά εξαντλημένος. Αλλά θα αναλάβει τις ευθύνες του και είναι στη διάθεση των ερευνητών».
«Προσπαθεί ακόμα να καταλάβει τι συνέβη»
Αναφορικά με το εάν έχει κάποια θεωρία σχετικά με το τι συνέβη, ο δικηγόρος απάντησε:
«Αναμένουμε τα αποτελέσματα των εμπειρογνωμόνων. Ο πελάτης μου παρουσίασε την απόδειξη για τη χύτρα ταχύτητας που χρησιμοποίησε κατά τη διαδικασία συντήρησης των σαρδελών, η οποία μαγειρεύει στους 30 με 100 βαθμούς Κελσίου. Ακολούθησε τις συστάσεις του κατασκευαστή, οι οποίες ήταν να μαγειρέψει για μία ώρα» είπε ο Γκιτάρντ και πρόσθεσε πως θέτει στον εαυτό του όλα τα ερωτήματα: το βάζο, τα λάστιχα, τα οποία όπως λέει ήταν καινούρια. «Μήπως ήταν απαραίτητο να μαγειρέψει τις σαρδέλες για περισσότερο χρόνο σε υψηλότερη θερμοκρασία; Ο DDPP διέταξε να καθαρίζονται τα πάντα, αλλά όλα ήταν καθαρά. Ήταν όμως αυτό αρκετό; Ακόμη προσπαθεί να καταλάβει».
Ο δικηγόρος ερωτηθείς γιατί, από την στιγμή που κάποιες σαρδέλες είχαν άσχημη μυρωδιά δεν πετάχτηκαν, όλα τα βάζα, ο δικηγόρος του εστιάτορα απάντησε: «Όταν μίλησε στον Τύπο το βράδυ της Δευτέρας, ήταν δικαιολογημένα πολύ αναστατωμένος. Το βέβαιο είναι ότι πέταξε δύο ή τρία βάζα που περιείχαν τέσσερις σαρδέλες το καθένα, τα οποία, όταν τα άνοιξε, κατάλαβε ότι δεν είχαν αποστειρωθεί καθώς κανένα από αυτά τα βάζα δεν έκανε το χαρακτηριστικό κλικ όταν τα ανοίγεις. Σέρβιρε λοιπόν αυτά που θεωρούσε ότι ήταν εντάξει. Αλλά προφανώς δεν τις ξεχώρισες τις σαρδέλες μέσα στο ίδιο βάζο».
Και συνέχισε:
«Θα έπρεπε να τα πετάξει όλα τα βάζα; Αυτό είναι προφανώς ένα από τα ερωτήματα που τον στοιχειώνουν. Αλλά δεν σκέφτηκε πως υπήρχε κίνδυνος εκείνη τη στιγμή. Το οικονομικό ενδιαφέρον αυτής της παρτίδας σαρδέλων ήταν μηδαμινό. Μιλάμε για 15 περίπου βάζα τα οποία κοστίζουν 8 ευρώ το ένα».