Νέα έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) αναδεικνύει ότι τα προβλήματα υγείας οφείλονται σε παράγοντες που ξεπερνούν τα στενά όρια του συστήματος υγείας. Ζητήματα όπως η έλλειψη αξιοπρεπούς στέγης, η χαμηλή εκπαιδευτική επίδοση και οι περιορισμένες ευκαιρίες απασχόλησης επηρεάζουν άμεσα την ευημερία των ανθρώπων.
Η «Παγκόσμια Έκθεση για τους Κοινωνικούς Προσδιοριστικούς Παράγοντες της Ισότητας στην Υγεία» τονίζει ότι εξωγενείς παράγοντες συμβάλλουν σε τεράστιες αποκλίσεις στο προσδόκιμο ζωής, οι οποίες φτάνουν έως και τα 33 χρόνια μεταξύ κρατών ή κοινωνικών ομάδων, ανεξαρτήτως εισοδηματικού επιπέδου. Το χάσμα αυτό παρατηρείται τόσο σε πλούσιες όσο και σε φτωχότερες χώρες.
«Ο κόσμος μας είναι άνισος. Το πού γεννιόμαστε, ζούμε, εργαζόμαστε και γερνάμε καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την υγεία και την ποιότητα της ζωής μας. Όμως, η αλλαγή είναι εφικτή. Η παρούσα ανασκόπηση αναδεικνύει τη σημασία της ολιστικής προσέγγισης των κοινωνικών θεμελίων και προσφέρει τεκμηριωμένες στρατηγικές και πολιτικές προτάσεις για τη βελτίωση της υγείας σε παγκόσμιο επίπεδο» επισήμανε ο Γενικός Διευθυντής του ΠΟΥ, Δρ. Tedros Adhanom Ghebreyesus.
Η κοινωνική αδικία πίσω από τις ανισότητες στην υγεία
Οι διαφορές στην υγειονομική κατάσταση αντικατοπτρίζουν τον βαθμό κοινωνικής ευαλωτότητας και τις διακρίσεις. Υπάρχει μια σαφής κοινωνική διαβάθμιση: όσο πιο δυσμενές είναι το περιβάλλον διαβίωσης ενός ατόμου -χαμηλό εισόδημα, ανεπαρκής μόρφωση, περιορισμένες δυνατότητες- τόσο επιδεινώνεται η υγεία του και μειώνεται η διάρκεια ζωής του. Οι επιπτώσεις είναι ιδιαίτερα έντονες σε πληθυσμούς που υφίστανται διακρίσεις ή αποκλεισμό.
Περίπου 3,8 δισεκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως δεν απολαμβάνουν επαρκή κοινωνική προστασία, όπως παροχές μητρότητας ή άδειες ασθενείας, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά την υγεία τους. Επιπλέον, το αυξανόμενο δημόσιο χρέος εμποδίζει τις φτωχότερες χώρες να επενδύσουν στις κοινωνικές υπηρεσίες, με τους τόκους να έχουν τετραπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία. Αν και η μητρική θνησιμότητα παγκοσμίως μειώθηκε κατά 40% από το 2000 έως το 2023, το 94% των θανάτων σημειώνονται ακόμη σε χώρες χαμηλού ή μεσαίου εισοδήματος, πλήττοντας κυρίως γυναίκες από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες. Ακόμα και σε προηγμένες χώρες, παρατηρούνται σοβαρές ανισότητες, όπως η τριπλάσια πιθανότητα θανάτου κατά τον τοκετό για ιθαγενείς γυναίκες σε ορισμένες περιοχές.
Η φετινή έκθεση του ΠΟΥ είναι η πρώτη απόπειρα αποτύπωσης της κατάστασης μετά το 2008, όταν τέθηκαν στόχοι για τη μείωση των ανισοτήτων μέχρι το 2040. Ωστόσο, τα τρέχοντα δεδομένα δείχνουν ότι η επίτευξη των στόχων αυτών βρίσκεται υπό αμφισβήτηση. Σε πολλές χώρες τα κοινωνικά χάσματα διευρύνονται. Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, τα παιδιά που γεννιούνται σε φτωχές χώρες έχουν 13 φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν πριν από τα 5 τους χρόνια σε σχέση με τα παιδιά των ανεπτυγμένων κρατών. Η εξάλειψη αυτών των ανισοτήτων θα μπορούσε να σώσει έως και 1,8 εκατομμύρια παιδικές ζωές ετησίως.
Οι κοινωνικές ρίζες του προβλήματος
Οι υγειονομικές ανισότητες δεν προέρχονται από μεμονωμένους ή βιολογικούς παράγοντες, αλλά από τις γενικότερες κοινωνικές, πολιτισμικές και οικονομικές συνθήκες. Η άνιση πρόσβαση στην εκπαίδευση, την απασχόληση, την ασφάλεια, την κατοικία και τις βασικές υπηρεσίες υγείας δημιουργεί ένα αρνητικό μοτίβο. Οι πιο ευάλωτοι πληθυσμοί ζουν λιγότερα και χειρότερα χρόνια.
Οι διαφορές στην υγεία αντικατοπτρίζουν βαθιές ανισορροπίες στους πολιτικούς και οικονομικούς μηχανισμούς. Το παγκόσμιο σύστημα συχνά ενισχύει αντί να περιορίζει τις ανισότητες, μέσα από άνιση φορολόγηση, ανεργία, εργασιακή ανασφάλεια και έλλειψη κοινωνικής μέριμνας.
Η κλιματική κρίση επιδεινώνει περαιτέρω τις κοινωνικές αποκλίσεις, πλήττοντας περισσότερο τους οικονομικά αδύναμους μέσω ακραίων καιρικών φαινομένων και υποβάθμισης του περιβάλλοντος. Υπολογίζεται ότι θα ωθήσει ακόμα 68-135 εκατομμύρια άτομα στην ακραία φτώχεια τα επόμενα πέντε χρόνια. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός προσθέτει έναν νέο τύπο ανισότητας: τον ψηφιακό αποκλεισμό, στερώντας από μη εξοικειωμένα ή αποκλεισμένα άτομα την πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες και πληροφορίες.
Επιπλέον, οι παρατεταμένες γεωπολιτικές κρίσεις επηρεάζουν αρνητικά την υγεία και την κοινωνική συνοχή. Οι άνθρωποι που ζουν υπό ασταθείς συνθήκες στερούνται βασικής προστασίας, σταθερότητας και πρόσβασης στην υγειονομική περίθαλψη.
Στοχευμένες πολιτικές για ισότητα στην υγεία
Ο ΠΟΥ προτείνει τέσσερις βασικές στρατηγικές για την επίτευξη ισότητας στην υγεία:
Μείωση της οικονομικής ανισότητας και ενίσχυση των δημόσιων υπηρεσιών: Απαιτείται αύξηση των δημοσίων δαπανών σε υγεία, εκπαίδευση, κοινωνική προστασία, μεταφορές και στέγαση. Καθολικές κοινωνικές πολιτικές είναι κλειδί για καλύτερη υγεία και κοινωνική σταθερότητα.
Κατάργηση των δομικών διακρίσεων: Χρειάζονται θεσμικές μεταρρυθμίσεις, νομική προστασία, αποκατάσταση των θυμάτων και αναγνώριση ιστορικών αδικιών. Η ενίσχυση των δικαιωμάτων των γυναικών, των μεταναστών και των μειονοτήτων είναι καθοριστική.
Ολοκληρωμένη προσέγγιση στην κλιματική αλλαγή και τον ψηφιακό μετασχηματισμό: Η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση πρέπει να ενσωματώνει την κοινωνική δικαιοσύνη, με στόχο τη μείωση των ανισοτήτων και την αύξηση της ανθεκτικότητας των κοινωνιών.
Συμμετοχική και διατομεακή διακυβέρνηση: Οι πολιτικές υγείας πρέπει να σχεδιάζονται με τη συμμετοχή των τοπικών αρχών, της κοινωνίας των πολιτών και των κοινοτήτων. Η χρήση δεδομένων και η διαφάνεια είναι απαραίτητα εργαλεία για την αξιολόγηση και τη βελτίωση της προόδου.
Η νέα αυτή έκθεση του ΠΟΥ υπογραμμίζει ότι η υγεία εξαρτάται όχι μόνο από την ιατρική περίθαλψη, αλλά κυρίως από τη συνολική κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα που βιώνουμε καθημερινά.