Ένας θανατοποινίτης στο Τενεσί των ΗΠΑ σφάδαζε από τον πόνο κατά τη διάρκεια της εκτέλεσής του με θανατηφόρα ένεση, καθώς η πολιτεία αρνήθηκε να απενεργοποιήσει τον εμφυτευμένο απινιδωτή του. Ο 69χρονος Μπάιρον Μπλακ, ο οποίος είχε καταδικαστεί για τη δολοφονία της συντρόφου του και των δύο μικρών παιδιών της, κηρύχθηκε νεκρός στις 10:43 το πρωί στο Ίδρυμα Μέγιστης Ασφαλείας Ρίβερμπεντ στο Νάσβιλ.
Η διαμάχη για την ιατρική συσκευή
Ο Μπλακ εκτελέστηκε παρά τη νομική διαμάχη που είχε προηγηθεί, σχετικά με το αν η ιατρική του συσκευή θα μπορούσε να τον ηλεκτροσόκαρε επανειλημμένα μόλις τα χημικά διαχυθούν στο σώμα του, προκαλώντας του επιπλέον πόνο.
Τον περασμένο μήνα, ένας δικαστής είχε διατάξει την απενεργοποίηση του απινιδωτή, μιας μικρής ηλεκτρονικής συσκευής που είχε εμφυτευθεί στο στήθος του. Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο του Τενεσί ανέτρεψε την απόφαση, κρίνοντας ότι ο κατώτερος δικαστής δεν είχε την αρμοδιότητα να εκδώσει μια τέτοια εντολή.
Οι στιγμές της εκτέλεσης
Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης, ο Μπλακ, που ήταν δεμένος σε φορείο, αναφώνησε «Ω, πονάει τόσο πολύ». Ο πνευματικός του σύμβουλος, που βρισκόταν στο πλευρό του, τον παρότρυνε να ακούει μόνο τη φωνή του, ενώ του τραγουδούσε και προσευχόταν. Ο κυβερνήτης του Τενεσί, Μπιλ Λι, είχε ήδη ανακοινώσει πως δεν θα του δώσει επιείκεια.
Η δικηγόρος του, Κέλι Χένρι, δήλωσε πως ο πελάτης της ήταν καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι και έπασχε από άνοια, εγκεφαλική βλάβη, νεφρική ανεπάρκεια και συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια. «Σήμερα, η πολιτεία του Τενεσί σκότωσε έναν ευγενικό, ήπιο, εύθραυστο, διανοητικά ανάπηρο άνδρα, κατά παράβαση των νόμων της χώρας μας, απλώς επειδή μπορούσε», είπε.
Ο Μπλακ είχε καταδικαστεί σε θάνατο για τους πυροβολισμούς του 1988 που οδήγησαν στον θάνατο της 29χρονης Άντζελα Κλέι και των δύο κοριτσιών της, της 9χρονης Λατόγια και της 6χρονης Λακίσα. Η αδελφή της Κλέι, Λινέτ Μπελ, δήλωσε πως η οικογένεια του Μπλακ περνάει τώρα ό,τι πέρασαν κι εκείνοι πριν από 37 χρόνια, σημειώνοντας πως ποτέ δεν άκουσαν μια συγγνώμη.
Η εκτέλεση αυτή ήταν η δεύτερη που πραγματοποιήθηκε στο Τενεσί από τον Μάιο, τερματίζοντας μια πενταετή παύση, και η 28η φέτος στις ΗΠΑ, τον υψηλότερο ετήσιο αριθμό από το 2015.