Έχουν περάσει 15 χρόνια από την 5 Μαΐου του 2010, 15 χρόνια από την τραγωδία που συγκλόνισε την χώρα και κόστισε τη ζωή σε τρεις ανθρώπους, μία εκ των οποίων ήταν έγκυος τεσσάρων μηνών, όταν κουκουλοφόροι πέταξαν μολότοφ σε υποκατάστημα της τράπεζας Marfin στο κέντρο της Αθήνας. Από τότε, παραμένει χαραγμένη στο μυαλό όλων η εικόνα με την γυναίκα υπάλληλο που βγήκε στο μπαλκόνι, ζητώντας βοήθεια.
Η Μαρία Καραγιάννη, η οποία είναι το τελευταίο άτομο που έβγαλαν οι πυροσβέστες από το κτίριο, περιέγραψε τις στιγμές τρόμου που βίωσε εκείνη την ημέρα. «Ήμουν στο υπόγειο και άκουσα πολύ δυνατούς κρότους από ισόγειο του κτηρίου και γυαλιά να σπάνε. Κλειδώσαμε το θησαυροφυλάκιο, και πήρα το 100 από το τηλέφωνο του υπογείου. Με ρωτούσαν “πόσοι είστε στο κτίριο; πόσοι είναι οι επιτιθέμενοι;”. Τους έλεγα “δεν βλέπω από τους καπνούς”. Προσπάθησα να πάρω την πυροσβεστική αλλά δεν λειτουργούσε πια το τηλέφωνο. Από το φόβο μου κινούμενη γρήγορα πήρα δυστυχώς το ασανσέρ για να πάω στον 3ο όροφο όπου ήξερα ότι υπήρχαν παράθυρα».
Όταν έφτασε εκεί, υπήρχε πανζουρλισμός, όπως λέει. «Οι συνάδελφοι ήταν στρυμωγμένοι σε ένα διαδρομάκι μικρό για να βρουν διέξοδο από ένα δωμάτιο που λειτουργούσε ως αποθήκη. Εκεί ήταν ένα κλουβί για τις μονάδες κλιματισμού. Από ό,τι έμαθα ο Ηλίας ο συνάδελφός μας έσπασε με όλες του τις δυνάμεις αυτή την καταπακτή και σιγά-σιγά βοηθώντας ο ένας τον άλλο βγήκαμε σε ένα μπαλκόνι 1Χ2 με κάτι λόγχες και σκαρφάλωναν τα κακόμοιρα για να ανέβουν σε ένα ελενίτ και να βγουν στη Χρήστου Λαδά».
Στην συνέχεια, πήγε στο κεντρικό μπαλκόνι της Σταδίου, αφού είχε αντιληφθεί έναν συνάδελφο στο σημείο, «που μιλούσε στο τηλέφωνο και ήθελα το κινητό αυτό για να πάρουμε κάποιον να του πούμε ότι κινδυνεύουμε. Δεν θυμάμαι αν κατάφερα να περιγράψω την κατάσταση και μετά από λεπτά το απόλυτο χάος. Να φυσάει ο καπνός, να μην βλέπουμε αν μπορούμε να πάμε στο διπλανό κτίριο. Δεν βλέπαμε πού να πατήσουμε. Τρεις από τους πέντε που ήμασταν στο μπαλκόνι κατάφεραν με κίνδυνο της ζωής τους από ένα μικρό περβάζι να περάσουν στο μπαλκόνι του διπλανού κτιρίου».
«Εμείς οι δύο οι τελευταίες που μείναμε στο μπαλκόνι, δεν βλέπαμε, είχε πυκνώσει ο καπνός, δεν μπορούσες να αναπνεύσεις. Σκεφτόμουν ότι στην επόμενη ανάσα δεν θα μπορέσω. Όλη αυτή η για 40 λεπτά… Να λέω “πού είναι η πυροσβεστική;” Ζούσαμε τον απόλυτο τρόμο για 40 λεπτά, εκεί το υπολογίζω. Εκείνη την ώρα έλεγες ή θα σωθώ ή το επόμενο δίλεπτο δεν θα έχω ανάσα και θα πέσω κάτω. Ήταν τραγικές οι στιγμές, ο απόλυτος τρόμος, παράνοια. Εμένα με έβγαλαν τελευταία οι πυροσβέστες από το εσωτερικό του κτηρίου. Ήταν τέτοια η ένταση της φωτιάς που τα πάντα στο κτίριο ήταν σαν να έχει γίνει βομβαρδισμός. Πατούσες συντρίμμια. Τις επόμενες ημέρες είδαμε ότι είχαν σπάσει τα μάρμαρα από τη σκάλα πιθανολογώ από την θερμοκρασία» συνέχισε η εργαζόμενη της τράπεζας.
Για τα τελευταία λεπτά πριν την έξοδο από το κτίριο είπε: «Μου έβαλαν μια αντιασφυξιογόνα μάσκα, ένα μπουφάν στην πλάτη και φωτίζοντας τον δρόμο που μπορούσα να περπατήσω, υποβασταζόμενη κατάφερα να με κατεβάσουν κάτω».
.enikos