Ιούνιος 2022. Τρία χρόνια μετά το ειδεχθές έγκλημα στη Ρόδο που αποκάλυψε το «Τούνελ», με θύμα τον 75χρονο λιμενεργάτη Γιώργο Καρυώτη και την χωρίς ελαφρυντικά καταδίκη σε ισόβια του γιου του Βαγγέλη, οι Αρχές συνέλαβαν και τον ανιψιό του θύματος ως συνεργό στη δολοφονία.
Τα στοιχεία που πρόδωσαν τον συνεργό στο άγριο έγκλημα, ήταν το DNA του στην πετσέτα και στο σχοινί που χρησιμοποιήθηκαν στη δολοφονία αλλά και σε σχετικά βιολογικά ευρήματα δίπλα στη σορό.
Ο ανιψιός του θύματος προφυλακίστηκε και αντιμετωπίζει τις κατηγορίες της ανθρωποκτονίας κατά συναυτουργία και της ληστείας κατά συναυτουργία στη δολοφονία του Γιώργου Καρυώτη.
Κατηγορείται ακόμη για την άγρια επίθεση με σκοπό τη ληστεία εις βάρος ενός 57χρονου άστεγου μόλις λίγες μέρες πριν.
«Μου είπες θα τον κλέψεις, όχι θα τον σκοτώσεις»
Ο κατηγορούμενος, σύμφωνα με πληροφορίες, φέρεται να περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τη δική του εκδοχή ενώπιον του ανακριτή για τη δολοφονία του εξάδελφου του πατέρα του.
«Με τον Βαγγέλη είμαστε ξαδέλφια. Κάναμε μαζί διακίνηση ναρκωτικών για περίπου δυόμισι χρόνια. Κάποια στιγμή μου είπε ότι έχασε μια ποσότητα κοκαΐνης που είχαμε προμηθευτεί. Έτσι βρεθήκαμε να χρωστάμε 7.500 ευρώ στα άτομα που μας την πούλησαν και οι προμηθευτές τον πίεζαν για τα λεφτά. Τότε ο Βαγγέλης με πήρε τηλέφωνο τρομοκρατημένος και μου είπε να μιλήσω μαζί τους γιατί εγώ τους ήξερα. Τους πήρα, μου είπαν ότι του δίνουν προθεσμία μέχρι 24 ώρες να τους πληρώσει αλλιώς θα είχαμε πρόβλημα. Ο Βαγγέλης μου είπε ότι ο πατέρας του είχε κρυμμένα λεφτά από τζόγο στο σπίτι και ήξερε πού τα είχε. Του είπα να πάει να τα πάρει για να τους τα δώσουμε».
Ο ίδιος υποστηρίζει:
«Το βράδυ εκείνης της ημέρας 13 Ιουνίου γύρω στις 23.00 χωριστήκαμε. Ο Βαγγέλης θα πήγαινε στο σπίτι του πατέρα του για να κλέψει τα χρήματα. Ήξερε ότι δεν θα του τα έδινε, γι’ αυτό πήγε νύχτα που θα είχε κοιμηθεί. Εγώ τον περίμενα στους Μύλους για να ειδοποιήσω τους δικούς μου όταν θα υπήρχαν τα χρήματα. Τα ξημερώματα γύρω στις 03:30 με 04:00 με πήρε τηλέφωνο έντρομος να πάω από εκεί. Αφού έφτασα και μπήκα στο σπίτι, αντίκρυσα το σώμα του πατέρα του Βαγγέλη στο έδαφος και τον ίδιο από πάνω του, αναστατωμένο. Ήταν ήδη νεκρός γιατί είχε άλλο χρώμα, δεν ανέπνεε και είχε αίμα στο στόμα και στο πρόσωπό του. Έπαθα σοκ και τον ρώτησα ‘Μαλ@.. τι έκανες; Εσύ μου είπες θα τον κλέψεις, όχι θα τον σκοτώσεις’. Ο Βαγγέλης πανικόβλητος μου είπε να τον βοηθήσω να φανεί σαν ληστεία από τρίτους».
Και συνεχίζει:
«Έφερε ένα σχοινί από μία αποθήκη που είχε τα εργαλεία ο πατέρας του και μου είπε να το περάσω γύρω από τον λαιμό του. Κατόπιν, μου είπε να τον σκεπάσω με μία πετσέτα στο πρόσωπο και με μία κουβέρτα στο σώμα. Υπήρχε αναστάτωση στο σπίτι και κατάλαβα ότι πρέπει να προηγήθηκε καβγάς μεταξύ τους. Mου έδωσε μία τσάντα με λεφτά και μου είπε να φύγω. Στην τσάντα είχε περίπου 7.500 – 8.000 ευρώ τα οποία πήγα στους τύπους που χρωστούσαμε λεφτά από τα ναρκωτικά. Εγώ, σε αντίθεση με τον Βαγγέλη, δεν φορούσα γάντια, γι’ αυτό και υπάρχει το DNA μου στο σκοινί και στην πετσέτα. Εκείνος φορούσε γάντια όταν πήγα, τα γάντια εργασίας του. Μετά το περιστατικό δεν είδα ξανά τον Βαγγέλη, ούτε είχα επικοινωνία μαζί του. Δύο ημέρες αργότερα με έπιασε η Αστυνομία για άλλη υπόθεση και έτσι βρέθηκα στη φυλακή».
«Πού να ξέρω ότι ο Βαγγέλης θα σκοτώσει τον πατέρα του;»
Κατά τη σύλληψή του, σύμφωνα με πληροφορίες, οι αστυνομικοί τον ρώτησαν γιατί κατά την σκηνοθεσία της ληστείας φαίνεται να είναι ο μόνος που ενεργεί στον χώρο. Φέρεται να υποστήριξε ότι ο ισοβίτης ξάδελφός του, ο Βαγγέλης, έτρεμε από τον φόβο του ενώ ο ίδιος είχε κάνει χρήση διεγερτικών ουσιών και ήταν σε εγρήγορση. Περιέγραψε πώς χρησιμοποίησαν τη δίοδο της Τάφρου για να μην γίνουν αντιληπτοί από τις κάμερες της Παλιάς Πόλης.
«Για να μην μας καταγράψουν οι κάμερες, μπήκαμε στην Παλιά Πόλη από την Τάφρο, από ένα τούνελ που βγάζει κοντά στο σπίτι. Είδα όμως αργότερα στην εκπομπή της Νικολούλη ότι οι κάμερες τελικά τον είχαν καταγράψει τον Βαγγέλη. Ο Βαγγέλης ήξερε τις κρυψώνες στο σπίτι. Άνοιξε το μαξιλάρι, πήρε πορτοφόλι, ένα πουγκί που φορούσε ο πατέρας του στον λαιμό και πήρε τα χρήματα που ήταν πίσω από την τηλεόραση, μέσα σε μια σχολική κίτρινη τσάντα. Το ποσό όπως μου είχε πει ήταν περίπου 34.000 ευρώ».
Όπως λέει ο κατηγορούμενος:
«Μετά από όσα έγιναν ειδοποίησα για να παραλάβουν τα χρήματα των ναρκωτικών. Έφτασαν με ένα μαύρο, κλεμμένο Hyundai και πήραν τα λεφτά. Τα έδωσα όλα, κατέστρεψα τα κινητά και τις κάρτες SIM, έκοψα κάθε επαφή με τον Βαγγέλη και την οικογένειά του και κρύφτηκα. Εκείνος κράτησε μόνο κάτι λίρες που υπήρχαν στο πουγκί. Πού να ξέρω ότι ο Βαγγέλης θα σκοτώσει τον πατέρα του; Εγώ όταν έφυγα από το σπίτι έκανα χρήση ναρκωτικών αλλά δεν θυμάμαι πού».
Όταν ρωτήθηκε για τη φίλη του που τον κατέδωσε για τον φόνο του θείου του, φέρεται να απάντησε:
«Είχαμε σχέση, ήμασταν ζευγάρι. Αυτά που είπε στην Αστυνομία δεν ισχύουν. Τα είπε για να με εκδικηθεί γιατί δεν της έδινα λεφτά. Γνωρίζω ότι χρήζει ψυχιατρικής φροντίδας. Είχε μπερδέματα διάφορα με τον νόμο και με έμπλεξε και μένα σε αυτό. Όταν την συνέλαβαν έριξε πάνω μου την τελευταία κλοπή στο σπίτι που εργαζόταν. Είχε πάρει τηλέφωνο τη μάνα μου και απειλούσε ότι θα με κλείσει στη φυλακή».
Φέρεται να είπε στους αστυνομικούς ότι χρησιμοποιούσε πακιστανική κάρτα SIM, της οποίας δεν θυμάται τον αριθμό.
Μέσα από τη φυλακή ο 42χρονος Βαγγέλης συνεχίζει να αρνείται κάθε εμπλοκή στη δολοφονία του πατέρα του, ενώ ισχυρίζεται πως είχε υποδείξει, μεταξύ άλλων, τον άνδρα που σήμερα κατηγορείται ως συνεργός του αλλά κανείς δεν του είχε δώσει σημασία.