Image
Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012 00:26 Συνεντεύξεις
 

Στοιχεία – ΣΟΚ για την παιδική σεξουαλ. κακοποίηση

Συνέντευξη του διευθυντή ψυχικής υγείας και κοινωνικής πρόνοιας του ινστιτούτου παιδιού Γιώργου Νικολαΐδη στην εφημερίδα ΚρήτηPress και στο Σωτήρη Μεταξά 

Πίσω από κλειστές πόρτες και με το νόμο της σιωπής να κυριαρχεί, δεκάδες περιπτώσεις παιδιών που κακοποιούνται σεξουαλικά στην Κρήτη απασχολούν τις αρμόδιες αρχές, ενώ πολλαπλάσια περιστατικά μένουν στο σκοτάδι. Ο διευθυντής ψυχικής υγείας και κοινωνικής πρόνοιας του ινστιτούτου παιδιού Γιώργου Νικολαΐδη σε μία αποκαλυπτική συνέντευξη αποτυπώνει το στίγμα του φαινομένου που παίρνει στο νησί εφιαλτικές διαστάσεις.



--- Ποια είναι τα στοιχεία που διαθέτει το ινστιτούτο για την παιδική
σεξουαλική κακοποίηση στην Κρήτη;

 Από μια τυχαία κατά κάποιον τρόπο συγκυρία, το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού κατά την διάρκεια της περσινής σχολικής χρονιάς υλοποίησε και στην Περιφέρεια της Κρήτης σχετική έρευνα πεδίου για την συχνότητα και τα χαρακτηριστικά των κρουσμάτων κάθε μορφής βίας ή θυματοποίησης των παιδιών στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού προγράμματος BECAN, το οποίο μας έχει ανατεθεί από την Ευρωπαϊκής Επιτροπή ως μέρος του 7ου Προγράμματος – Πλαισίου της για την Έρευνα και την Τεχνολογική Καινοτομία. Και τονίζω ευθύς εξαρχής τον συγκυριακό χαρακτήρα των αποτελεσμάτων αυτών για να υπογραμμίσω το δυστυχές γεγονός ότι στη χώρα μας – παρά τις φιλότιμες προσπάθειες επιστημόνων του φορέα μας ή άλλων ακαδημαϊκών φορέων – ακόμα δεν υπάρχει κανενός είδους πολιτική μόνιμων μετρήσεων για τα φαινόμενα αυτά που να καταλήγουν σε αξιόπιστες και διαρκείς χρονολογικές σειρές μετρήσεων που με την σειρά τους θα μας φανέρωναν το μέγεθος του προβλήματος, την διαχρονική του εξέλιξη αλλά και θα μας προειδοποιούσαν για τυχόν εστίες ιδιαίτερα έντονων προβλημάτων και θα μας υποδείκνυαν ενδεχόμενες λύσεις παρέμβασης σε κρίσιμα σημεία της επικράτειας. Στα πλαίσια, λοιπόν, αυτής της καθαρά πρωτοβουλιακής από πλευράς μας έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε αντιπροσωπευτικό δείγμα μαθητών ηλικίας 11, 13 και 16 ετών αλλά και τους γονείς ή φροντιστές τους, οι μετρήσεις για την Περιφέρεια της Κρήτης εμφανίζουν περίπου το ένα έκτο των ερωτώμενων παιδιών να απαντούν ότι είχαν τουλάχιστον μια θυματοποιητική σεξουαλική εμπειρία, ενώ στα μισά περίπου από αυτά οι ανεπιθύμητες θυματοποιητικές σεξουαλικές εμπειρίες ήταν μάλλον σοβαρές, δηλαδή αυξημένης "βαρύτητας" (εξαναγκασμός σε σεξουαλικά αγγίγματα, επαφή ή άλλου τύπου παρόμοια έκθεση δυσανάλογη με την ηλικία των παιδιών κ.ο.κ.). Οι αναλογίες, δε, που βρήκαμε ανάμεσα σε αγόρια και κορίτσια ήταν περίπου ίδιες ανάμεσα στα δυο φύλα με την αξιοσημείωτη εξαίρεση του Νομού Ρεθύμνου  όπου οι αναλογίες βρέθηκαν ανεστραμμένες σε σχέση με τα γενικώς αναμενόμενα: ενώ συνήθως η συχνότητα των ανεπιθύμητων σεξουαλικών εμπειριών βρίσκεται μεγαλύτερη στα κορίτσια, στο Ρέθυμνο βρέθηκε να επικρατούν τα αγόρια. Δυστυχώς, τα ανώνυμα αυτά ερευνητικά ευρήματα επαληθεύτηκαν από τα όσα τραγικά αποκαλύφθηκαν τους επόμενους μήνες.


--- Μία κλειστή κοινωνία, όπως είναι η κοινωνία της Κρήτης, ευνοεί τέτοια
περιστατικά; Δίνει στους εν δυνάμει δράστες την ευκαιρία να «οχυρωθούν» σε
αυτό που αποκαλούμε νόμο της σιωπής;

 Δυστυχώς το φαινόμενο της σεξουαλικής παραβίασης ανηλίκων είναι τρόπον τινά "οικουμενικό": απαντάται σε όλες τις γνωστές κοινωνίες και σε όλα τα κοινωνικο-οικονομικά και μορφωτικά στρώματα των κοινωνιών. Αυτό που, όμως, διαφοροποιείται αισθητά είναι η δυνατότητα των θυμάτων και των οικογενειών τους να μιλήσουν σε κάποιον αρμόδιο για το τι τους συμβαίνει, να καταγγείλουν και να λάβουν προστασία και θεραπευτικές υπηρεσίες από το οργανωμένο κοινωνικό σύνολο. Για αυτό και στην πρώτη γραμμή των κατευθυντήριων οδηγιών όλων των σχετικών διακρατικών οργανισμών όπως ο Ο.Η.Ε., ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή το Συμβούλιο της Ευρώπης είναι η διευκόλυνση της δυνατότητας των θυμάτων να μιλήσουν, να αποκαλύψουν. Έχει μάλιστα αποδειχθεί ότι όσο περισσότερο τα θύματα έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν αυτό, τόσο και τα περιστατικά αποκαλύπτονται, οι δράστες διώκονται και τα παιδιά προστατεύονται. Ανάμεσα στα άλλα, αυτό ερμηνεύει και τον φαινομενικό δήθεν "πολλαπλασιασμό" των κρουσμάτων παιδοφιλίας στις μέρες μας στις σύγχρονες κοινωνίες: και παλαιότερα, μάλλον, συνέβαιναν τα ίδια, μόνο που τότε τα θύματα ζούσαν μέσα στην σιωπή, την ενοχή, το φόβο και την ντροπή, ενώ όσα παιδιά τυχόν αποκάλυπταν αντιμετωπίζονταν συχνά ως ένοχα από τις τότε κοινωνίες με αποτέλεσμα την εκ νέου θυματοποίησή τους.  Με αυτήν την έννοια, λοιπόν, το πρόβλημα των "κλειστών" κοινωνιών, των κοινωνιών, δηλαδή, που μάλλον αποτρέπουν παρά επιτρέπουν σε ένα θύμα να καταγγείλει, να αποκαλύψει είναι παγκόσμιο και δεν αφορά σε καμία περίπτωση μόνο την Κρήτη. Όσο, δε, απομακρυνόμαστε από αυτές τις καταστάσεις, όσο μεγαλώνει η εγρήγορση των κοινωνιών γύρω από το ζήτημα της προστασίας των παιδιών από κάθε είδους σεξουαλική βία, όσο μεγιστοποιείται η ενάργεια των υπηρεσιών και βελτιστοποιούνται οι πρόνοιες αξιοποίησης των καταγγελιών αφενός και προστασίας και στήριξης των θυμάτων αφετέρου, τόσο περισσότερο τα παιδιά προστατεύονται. Σημαντικό βήμα για αυτή την μετάβαση από τις κοινωνίες της σιωπής στις κοινωνίες της προστασίας είναι το να μην φοβούμαστε να μιλήσουμε για το θέμα, να μην φοβούμαστε να ρωτήσουμε τα παιδιά, να δημιουργούμε ένα κλίμα και ένα πλαίσιο που να επιτρέπει στα παιδιά να έρθουν και να ζητήσουν βοήθεια από κάποιους ενήλικες. Παράλληλα, όμως, με τις "κλειστές" κοινωνίες εξίσου σημαντικές φαίνεται να είναι για την αποκάλυψη των κρουσμάτων αυτών και οι "κλειστές" οικογένειες. Σύμφωνα με την σχετική διεθνή επιστημονική γραμματεία, αλλά και με παλαιότερη έρευνα του Ινστιτούτου για την Ελλάδα που το επιβεβαίωσε και για τη χώρα μας, οι οικογένειες των παιδιών – θυμάτων χαρακτηρίζονται συχνά από μεγάλη εσωστρέφεια και σχετικά φτωχές κοινωνικές σχέσεις και ανταλλαγές με την υπόλοιπη κοινότητα. Βλέπετε, λοιπόν, ότι αντίθετα, ίσως, με τα αυθόρμητα μάλλον συντηρητικά κοινωνικά αντανακλαστικά, αυτό που φαίνεται να προστατεύει καλύτερα τα παιδιά δεν είναι το να τα κρατήσουμε όσο το δυνατόν "μέσα στο σπίτι" αλλά αντίθετα η εξωστρέφεια των οικογενειών, η πυκνότητα των επαφών και ανταλλαγών με τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρο (μαζί, φυσικά, με την ανάλογη ενημέρωση των παιδιών για τα δικαιώματά τους και τις δυνατότητες αυτο-προστασίας τους).


--- Υπάρχουν σήμερα οι απαραίτητες προνοιακές αλλά και κοινωνικές δομές για
να προλάβουν αλλά και να αντιμετωπίσουν φαινόμενα παιδικής σεξουαλικής
κακοποίησης;

Δυστυχώς, σε αυτό το ερώτημα, ο απολογισμός για την χώρα μας δεν μπορεί παρά να είναι τραγικά απογοητευτικός. Η Ελλάδα σήμερα, υπολείπεται σε θεσμικό πλαίσιο, μηχανισμούς, δομές και υπηρεσίες προστασίας των παιδιών από την βία και την θυματοποίηση ακόμα και συγκρινόμενη με χώρες που υπολείπονται σαφώς αυτής σε δείκτες κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης όπως π.χ. οι περισσότερες από τις Βαλκανικές χώρες. Δεν υπάρχει ακόμα και σήμερα ένα συνεκτικό πλαίσιο διερεύνησης των καταγγελιών των παιδιών που να διασφαλίζει την ταχύτατη, έγκυρη και επιστημονικά τεκμηριωμένη θεμελίωση των καταγγελιών, τιμωρία των δραστών και προστασία των θυμάτων. Δεν υπάρχει ούτε μια εξειδικευμένη τέτοια δομή παιδικής προστασίας με θεσμικό ρόλο στην Ελλάδα όταν την ίδια στιγμή π.χ. το αντίστοιχο Κέντρο Παιδικής Προστασίας του Ζάγκρεμπ της Κροατίας θεωρείται παγκοσμίως ένα από τα καλύτερα στον κόσμο ή όταν στην γειτονική Τουρκία του ισλαμιστή Ερντογάν άνοιξε το πρώτο εξειδικευμένο Κέντρο Συνηγορίας Δικαιωμάτων του Παιδιού στην Άγκυρα πριν 5 χρόνια, πριν 3 χρόνια άνοιξαν άλλα 5 τέτοια Κέντρα στις μεγάλες πόλεις της Τουρκίας και εδώ και 1 χρόνο ξεκίνησε και υλοποιείται ένα φιλόδοξο πρόγραμμα δημιουργίας 30 τέτοιων για να καλυφθεί πρακτικά ολόκληρη η Τουρκική επικράτεια. Τα αναφέρω αυτά, απλά για να αναδειχθεί πως οι υστερήσεις στη χώρα μας δεν είναι μόνο σε σχέση με χώρες του Αγγλοσαξονικού κόσμου, της Κεντρικής ή της Βόρειας Ευρώπης όπως έχουμε συνηθίσει πλέον να ακούμε, αλλά ακόμα και σε σύγκριση με χώρες που θεωρούμε γενικά λιγότερο ανεπτυγμένες από εμάς. Και οι υστερήσεις αυτές έχουν δυστυχώς τραγικά αποτελέσματα: δείτε, για παράδειγμα, την τραγική υπόθεση του Ρεθύμνου και πως η έλλειψη ενός Εθνικού Πρωτοκόλλου διερεύνησης και πιστοποίησης καταγγελιών κακοποίησης – παραμέλησης των παιδιών στη χώρα μας έγινε αισθητή. Είναι ανεπίτρεπτο για οποιαδήποτε Ευρωπαϊκή χώρα σήμερα η διερεύνηση των καταγγελιών να διαρκεί τόσους και τόσους μήνες. Και με αυτό που λέω δεν υπονοώ καθόλου τις φημολογίες περί παρεμβάσεων, στις οποίες δεν υπεισέρχομαι καθόλου: ακόμα και αν κάποιος κατανοεί και αποδέχεται πλήρως το σκεπτικό και τις αναγκαιότητες των επίσημων ανακοινώσεων των Αρχών, το γεγονός ότι ο δράστης κυκλοφορούσε ελεύθερος και έκανε ότι έκανε επί μήνες ενόσω είχαν διατυπωθεί καταγγελίες αποδεικνύει περίτρανα την αποτυχία του υφισταμένου θεσμικού πλαισίου να παρέχει έγκαιρη και αποτελεσματική προστασία στα παιδιά αυτής της χώρας. Γιατί, φυσικά, σε αυτές τις υποθέσεις για κάθε λογική οπτική η προστασία των παιδιών είναι πρώτιστη αξία, της οποίας αναγκαστικά έπεται ακόμα και ο ποινικός κολασμός των όποιων δραστών. Παρόμοιες δραματικές υστερήσεις και ελλείψεις και τραγικά επακόλουθα μπορεί να διαπιστωθούν σε όλα τα επίπεδα της διαχείρισης μιας τέτοιας καταγγελίας: οι σύγχρονες αντιλήψεις και πρακτικές που υιοθετούνται βαθμιαία και στις χώρες των Βαλκανίων πλέον πλην της χώρας μας  (και 1-2 άλλων χωρών) επιτάσσουν τα παιδιά – θύματα να προετοιμάζονται από εξειδικευμένους ειδικούς για την ανάκριση, αυτή να γίνεται σε χώρους φιλικούς προς το παιδί όπου μεταβαίνουν οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης και της Δημόσιας Τάξης, η καταθέσεις να βιντεοσκοπούνται έτσι ώστε να μην υπάρχει ανάγκη δια ζώσης καταθέσεων των παιδιών στα δικαστήρια (που συχνά διαρκούν επί σειρά ετών), οι καταθέσεις δεν διαρκούν πάνω από ένα χρονικό διάστημα που ποικίλλει ανάλογα με την ηλικία των παιδιών, τα παιδιά – θύματα, αλλά και οι οικογένειές τους προστατεύονται ως προς την όποια δημόσια έκθεση και τους παρέχονται
επαρκείς προφυλακτικές και θεραπευτικές υπηρεσίες από επαγγελματίες με ανάλογη εξειδίκευση και εμπειρία για να αποτραπούν κατά το δυνατόν οι άμεσες και απώτερες δυσμενείς ψυχο-κοινωνικές επιπτώσεις της θυματοποίησής τους. Τι από όλα αυτά παρέχεται στην χώρα μας; Σε αυτό το σημείο νομίζω ο καθένας μπορεί να δώσει την δική του απάντηση. Ωστόσο, μπορεί κανείς σίγουρα να προσθέσει πως σε περιόδους κρίσης όπως αυτή που διέρχεται η χώρα μας, τα πράγματα γίνονται χειρότερα και όχι καλύτερα: οι υπηρεσίες αντί να ενισχύονται διαλύονται, οι πόροι λιγοστεύουν, οι δομές συγχωνεύονται και απορφανίζονται και, γενικά, επικρατεί ένα κλίμα αντιμετώπισης των κρουσμάτων "εκ των ενόντων" ή, ακόμα, χειρότερα, υποκατάστασης των αναγκαίων παρεμβάσεων με φθηνά και εύκολα εικονικά τους υποκατάστατα. Για παράδειγμα, ενώ το Υπουργείο Υγείας συζητά επί δυο χρόνια περίπου την πιθανότητα δημιουργία κάποιων πιλοτικών εξειδικευμένων δομών και στη χώρα μας, πρόσφατα στον προγραμματισμό του εγχειρήματος της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στην Ελλάδα δεν συμπεριέλαβε τελικώς τίποτα σχετικό με δομές διερεύνησης καταγγελιών βίας στα παιδιά, ψυχο-ιατροδικαστικής πιστοποίησης κ.ο.κ. Βλέπετε το πρόβλημα με τις κοινωνίες της "σιωπής" δεν περιορίζεται μόνο στο επίπεδο των καταγγελιών αλλά επεκτείνεται και στο τι κάνουν οι κοινωνίες ως απάντηση στην εν τέλει διατύπωσή τους.


--- Πως μπορεί μία οικογένεια να προστατέψει τα παιδιά της; Το ερώτημα αυτό
ταλανίζει την κοινωνία της Κρήτης μετά τα δύο περιστατικά σεξουαλικής
κακοποίησης που ήρθαν στο προσκήνιο, στο Ρέθυμνο, και συγκλόνισαν την τοπική
κοινωνία.

Όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, οι σύγχρονες αντιλήψεις φέρνουν την διαφάνεια και την "ανοιχτή" αντιμετώπιση του προβλήματος ως προμετωπίδα της προσπάθειας απάντησής του. Με άλλα λόγια, δεν έχει κανένα νόημα να αποκρύπτουμε από τα παιδιά τα προβλήματα αυτά ούτε να προσπαθούμε να τα μεγαλώσουμε σε ένα "θερμοκήπιο". Ούτε αν μιλήσουμε στα παιδιά για τη σεξουαλικότητά τους αλλά και τους πιθανούς κινδύνους που ενδεχομένως μπορεί να αντιμετωπίσουν και τις δυνατότητές τους να αυτο-προστατευθούν και να αναζητήσουν βοήθεια, θα τα "πονηρέψουμε" προώρως: αντιθέτως, τα παιδιά σήμερα έχουν τόσο πολλή και τόσο ευρεία ενημέρωση για αυτά τα θέματα από χίλιες δυο μάλλον ανεύθυνες και αμφίβολες πηγές και τόσο νωρίς ηλικιακά που μάλλον θα εκπλαγούμε με το τι γνωρίζουν ήδη αν επιχειρήσουμε να μιλήσουμε μαζί τους για αυτά τα ζητήματα: εκείνο που τους λείπει, όμως, συχνά, είναι μια ενημέρωση έγκυρη, υπεύθυνη και από ανθρώπους που νοιάζονται γι αυτά. Το ίδιο ισχύει κατ' αναλογία και για τις υπηρεσίες που έρχονται σε επαφή με τα παιδιά, όπως π.χ. τα σχολεία: το ότι δεν υπάρχει ακόμα μια συγκροτημένη θεματική σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης στα Ελληνικά σχολεία που θα μαθαίνει τα παιδιά βασικά πράγματα για το σώμα τους, τα θεμελιώδη δικαιώματά τους σε αυτό και τις δυνατότητες αναζήτησης βοήθειας απέναντι σε οποιαδήποτε πρόκληση ή παραβίασή τους δεν "προστατεύει" τα παιδιά. Αντιθέτως, τα αφήνει έρμαια στις ορέξεις και τις πανουργίες των όποιων θέλουν να τα προσεγγίσουν. Ούτε, πάλι, η αναπαραγωγή στερεότυπων του τύπου "να προσέχεις τον τύπο που την στήνει έξω από το σχολείο και δίνει στα παιδιά καραμέλες" είναι επαρκής για να θωρακίσει τα παιδιά από τις σύγχρονες προκλήσεις ιδιαίτερα όταν είναι γνωστό ότι η πλειοψηφία των δραστών σεξουαλικής παραβίασης των παιδιών δεν τους είναι άγνωστοι, αλλά πρόσωπα μέσα ή γύρω από την οικογένεια. Σε σχετική παλαιότερη έρευνα που πραγματοποιήθηκε από το Ινστιτούτο επιβεβαιώθηκε και αυτό για την χώρα μας: σχηματικά περίπου ένα τρίτο των θυτών ήταν πρόσωπα μέσα από την οικογένεια, ένα τρίτο πρόσωπα που η οικογένεια γνώριζε ή αυτή έφερε σε επαφή με τα παιδιά – θύματα και μόλις ένα τρίτο άγνωστα στην οικογένεια πρόσωπα. Με αυτήν την έννοια, η οικογένεια – και πολύ περισσότερο σήμερα που μεγάλο μέρος των ανάλογων προκλήσεων έρχεται δια μέσου της σύγχρονης τεχνολογίας – θα πρέπει να εστιαστεί στο πως μαθαίνει το παιδί της τα δικαιώματά του και τους τρόπους αυτο-προστασίας του. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί πως στην προαναφερθείσα έρευνά μας για την Κρήτη ένα από τα εντυπωσιακά ευρήματα ήταν πως οι γονείς οι φροντιστές των παιδιών που ρωτήθηκαν ανέφεραν να γνωρίζουν τις τυχόν ανεπιθύμητες θυματοποιητικές σεξουαλικές εμπειρίες των παιδιών τους σε ποσοστά περίπου το ½ με 1/3 συγκριτικά με τα όσα ανέφεραν τα ίδια τα παιδιά. Αυτό σημαίνει πως σε αυτό το σημείο, δηλαδή, στην δημιουργία ενός κλίματος εμπιστοσύνης που να επιτρέπει στα παιδιά να συζητήσουν με τους γονείς τους τυχόν ανεπιθύμητες τέτοιες εμπειρίες, έχουμε αρκετό δρόμο ακόμα να διανύσουμε. Και ακόμα, μπορεί κάποιος εύλογα να υποστηρίξει πως αν η ελευθερία που ένοιωθαν τα παιδιά να μας μιλήσουν για ότι τους συμβαίνει ήταν μεγαλύτερη, ίσως, θα είχαμε πιο πρώιμα, πιο έγκαιρα καταγγελίες και, άρα, θα μπορούσαμε να λάβουμε πιο αποτελεσματικά πρώιμα μέτρα προστασίας των παιδιών και κολασμού των δραστών. 
 

--- Ποιος είναι ο ρόλος, το έργο και οι δράσεις του ινστιτούτου υγείας
παιδιού και ειδικά του τομέα ψυχικής υγείας και κοινωνικής πρόνοιας του
οποίου εσείς προΐσταστε;

Το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, εξειδικευμένο ερευνητικό ινστιτούτο του Υπουργείου Υγείας, ιδρύθηκε το 1965 από τον αείμνηστο Σπύρο Δοξιάδη. Μετά το κλείσιμό του από τη χούντα των συνταγματαρχών το 1967 ξανάνοιξε με την μεταπολίτευση και από το 1979 λειτουργεί ως Ν.Π.Ι.Δ. του Υπουργείου Υγείας. Το Ινστιτούτο υλοποιεί προγράμματα έρευνας και παρέμβασης και παρέχει σειρά εξειδικευμένων υπηρεσιών στα παιδιά και της οικογένειες της χώρας με γνώμονα την καθολική, δημόσια και δωρεάν προαγωγή της υγείας και της ψυχοκοινωνικής ευεξίας των παιδιών της χώρας. Στο συγκεκριμένο τομέα, η Διεύθυνσή μας που από το 1979 λειτουργεί παλαιοτέρα με το όνομα Διεύθυνση Οικογενειακών Σχέσεων και σήμερα ως Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας αποτελεί ένα κατ' εξοχήν θεσμό εκπόνησης και υλοποίησης έρευνας, παρεμβάσεων πρόληψης και προαγωγής υγείας, εκπαίδευσης επαγγελματιών και παροχής κλινικών υπηρεσιών σε θύματα και τις οικογένειές τους αναφορικά με το αντικείμενο της κακοποίησης – παραμέλησης των παιδιών και της εν γένει προστασίας των παιδιών από κάθε μορφής βία ή θυματοποίηση. Δεν θα ήταν υπερβολή θαρρώ να υποστηρίξει κανείς ότι σημαντικό μέρος των ερευνητικών δεδομένων που υπάρχουν τα τελευταία 20 χρόνια για την έκταση και τα χαρακτηριστικά του φαινομένου στην Ελλάδα έχουν παραχθεί από ερευνητικές προσπάθειες στις οποίες συμμετείχαν και επιστήμονες της Διεύθυνσης αυτής. Από το 1979 μέχρι και σήμερα στα πλαίσια ενός παγίου προγράμματος του Ινστιτούτου, η Διεύθυνσή μας παρέχει συνδρομή υποστηρικτικών, διασυνδετικών υπηρεσιών αλλά και εκπαίδευση και εποπτεία σε υπηρεσίες και επαγγελματίες του χώρου της υγείας, ψυχικής υγείας, πρόνοιας, δημόσιας τάξης, δικαιοσύνης, εκπαίδευσης, αλλά και συμβουλευτικών και θεραπευτικών υπηρεσιών και δωρεάν νομικής αρωγής σε αδυνατούσες οικογένειες θυμάτων κακοποίησης ή παραμέλησης. Με βάση την συνεπή δράση όλα αυτά τα χρόνια, η Διεύθυνση αναγνωρίζεται και διατηρεί πάγιες συνεργασίες με όλους τους προβεβλημένους διεθνείς επιστημονικούς και διακρατικούς οργανισμούς με δράση πάνω στο πεδίο της παιδικής προστασίας, ενώ υλοποιεί σειρά ερευνητικών και παρεμβατικών δράσεων και προγραμμάτων με ανάθεση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε επίπεδο Βαλκανίων ή και Πανευρωπαϊκής διάστασης. Επίσης, η Διεύθυνσή μας καταθέτει τακτικά στις διάφορες πολιτικές εξουσίες σχέδια και προτάσεις αναμόρφωσης του θεσμικού καθεστώτος και των όρων λειτουργίας των δομών και υπηρεσιών παιδικής προστασίας στη χώρα μας. Σε αυτό το επίπεδο θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι η ανταπόκριση δεν είναι συνήθως ίδια όπως στις συνεργασίες με τα θύματα και τις οικογένειές τους, τους φορείς και τους επαγγελματίες ή την αναγνώριση από διεθνείς φορείς ή διακρατικούς οργανισμούς: η πρόοδος στη χώρα μας, δυστυχώς, είναι πολύ πιο αργή και οι διάφορες ηγεσίες φαίνεται στην πράξη διαχρονικά να έχουν πολύ μικρότερο ενδιαφέρον για τα ζητήματα της προστασίας των παιδιών με αξιοσημείωτες, ωστόσο, εξαιρέσεις. Πρόσφατα, μάλιστα, για την γνωστή υπόθεση του Ρεθύμνου, ανταποκρινόμενοι σε σχετικό αίτημα των Αρχών, παραδώσαμε ένα συνεκτικό σχέδιο συνολικής ψυχο-κοινωνικής παρέμβασης που συμπεριελάμβανε πρόνοιες για την πρόληψη – προαγωγή της υγείας του γενικού πληθυσμού, την θεραπευτική προσπέλαση των θυμάτων και την ομαλή εκτέλεση των δικαστικών διαδικασιών με τη μέγιστη δυνατή προστασία των παιδιών από την τυχόν επανα-θυματοποίησή τους. Φυσικά, το σχέδιο αυτό βρίσκεται στη φάση της αξιολόγησης και θα φανεί τι από αυτά και σε ποιο βαθμό θα μπορέσει τελικά να υλοποιηθεί. Ωστόσο, δεν μπορούμε να κρύψουμε το ότι, όπως, άλλωστε, πολλοί ανάλογοι φορείς στη χώρα μας, σε αυτή την συγκεκριμένη περίοδο, το Ινστιτούτο δοκιμάζεται από την δραματική περικοπή των πόρων λειτουργίας του. Μόλις πρόσφατα δημοσιοποιήθηκε ο εγκεκριμένος από το Υπουργείο Υγείας προϋπολογισμός του Ινστιτούτου που συμπεριλαμβάνει μισθούς (δημοσίου, προς αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων) και λειτουργικά έξοδα και κυμαίνεται σε ύψος περίπου 30-35% του προϋπολογισμού του φορέα το 2010. Προφανώς, η δραματική αυτή αποστέρηση των απαιτούμενων πόρων για την λειτουργία του Ινστιτούτου ως θεσμού από την κεντρική κυβέρνηση θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα μια αναγκαστική συρρίκνωση των δράσεων και παρεμβάσεων παιδικής προστασίας που αυτό υλοποιεί επί δεκαετίες αν όχι το οριστικό τέλος του ευγενούς εγχειρήματος του Σπύρου Δοξιάδη για ένα σύγχρονο, υψηλού επιπέδου και αποτελεσματικό φορέα υγείας του παιδιού και στην Ελλάδα. Αντιλαμβανόμενοι, βέβαια, τις οικονομικές δυσκολίες των καιρών, ελπίζουμε, ωστόσο, πως τελικά θα πρυτανεύσει η λογική και θα αποφευχθούν τα χειρότερα, έτσι ώστε ο φορέας μας να είναι σε θέση να παρέχει τις υπηρεσίες που επί δεκαετίες παρέχει δωρεάν και καθολικά σε όλα τα παιδιά που ζουν στη χώρα. Κι αυτό γιατί, σε τελική ανάλυση, μια κοινωνία που δεν ιεραρχεί ως πρώτιστη προτεραιότητά της το μεγαλύτερο κοινωνικό της κεφάλαιο, δηλαδή, την υγεία και την ψυχο-κοινωνική ευεξία των παιδιών της, είναι μάλλον μια κοινωνία που όλα είναι χαμένα ούτως ή άλλως…_ 

πηγή: Εφημερίδα ΚρήτηPress

 

Κάντε Like το daypress.gr