Το πρωί της Τρίτης στο Μέγαρο Μαξίμου, οι συναρμόδιοι υπουργοί Εσωτερικών και Ψηφιακής Διακυβέρνησης θα παρουσιάσουν, παρουσία του πρωθυπουργού, την πλατφόρμα μέσω της οποίας οι πολίτες θα κληθούν να αξιολογήσουν φορείς και υπηρεσίες του Δημοσίου.
Όπως έχει γράψει το topontiki.gr, πέραν της – δυνητικής – αξίας των στοιχείων της αξιολόγησης αυτής για την κυβέρνηση, ένας από τους βασικούς στόχους της κυβέρνησης είναι να φέρει σε δύσκολη θέση την αντιπολίτευση, η οποία τηρεί μια, ας πούμε, επαμφοτερίζουσα στάση στο θέμα (ναι στην αξιολόγηση, αλλά όχι στην «τιμωρητική» αξιολόγηση) και στην οποία – όπως φάνηκε και από την πρόταση του ιστορικού στελέχους του ΠΑΣΟΚ, Κώστα Σκανδαλίδη, ο οποίος ζήτησε συνταγματική άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων – επικρατεί πολυφωνία (ως και…κακοφωνία) για το θέμα.
Σε επίπεδο εντυπώσεων, η κυβέρνηση μοιάζει να επιδιώκει να δείξει ότι:
· Πρώτον, δεν αφίσταται των θέσεών της για αξιολόγηση και αξιοκρατία στο Δημόσιο, μια βασική μεταρρυθμιστική διαδικασία, η οποία ακούγεται καλά στους πολίτες που στο όχι μακρινό παρελθόν, είχαν ταλαιπωρηθεί από τη γραφειοκρατία, αλλά και από κακές συμπεριφορές υπαλλήλων, και
· Δεύτερον, βάζει τους ίδιους τους πολίτες στο «παιχνίδι» ζητώντας τους ουσιαστικά να μεταφέρουν τις εμπειρίες τους από το Δημόσιο, με στόχο βελτιωτικές παρεμβάσεις, που θα κάνουν πιο εύκολη και πιο «φιλική προς το χρήστη» την κατάσταση.
Βέβαια, όπως επισημαίνεται από συνδικαλιστές στο χώρο του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αλλά και από κομματικούς παράγοντες της ΝΔ, το όλο εγχείρημα θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με προσεκτικό τρόπο, ώστε να μην μετατραπεί σε μια επίθεση των πολιτών κατά του Δημοσίου, αλλά και να μην αποξενωθεί εντελώς η ΝΔ από το εκλογικό σώμα των δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίοι – σύμφωνα με τις αναλύσεις των exit poll – ψήφισαν σε ποσοστό 35,6% το κυβερνών κόμμα, έναντι 21,6% που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ και 11% που ψήφισε ΠΑΣΟΚ.
Αυτό, δηλαδή, που επισημαίνουν τα στελέχη αυτά είναι ότι η διαρκής συζήτηση για την αξιολόγηση και, μάλιστα, σε μια περίοδο που οι δημόσιοι υπάλληλοι συνεχίζουν να λαμβάνουν σχετικά χαμηλούς μισθούς και η ΑΔΕΔΥ προετοιμάζεται για την πιλοτική δίκη στο ΣτΕ για την επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού (ενδεχόμενο που η κυβέρνηση έχει προκαταβολικά αποκλείσει), ίσως να οδηγήσει σε συγκρουσιακή διάθεση τους εργαζόμενους στο Δημόσιο, οι οποίοι έδειξαν τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2023 να επενδύουν στη ΝΔ για βελτίωση των αποδοχών τους.
Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά την επίσκεψή του στην ΕΡΤ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης «άνοιξε παράθυρο» μισθολογικών αυξήσεων για τους εργαζόμενους του οργανισμού, λέγοντας ότι «αναγνωρίζοντας και την πολύ σωστή και χρηστή διαχείριση η οποία έχει γίνει στα οικονομικά της ΕΡΤ, είμαι απολύτως ανοιχτός να συζητήσουμε και μία αναπροσαρμογή των απολαβών του προσωπικού της ΕΡΤ, έτσι ώστε να μπορούμε αν μη τι άλλο κάπως να καλύψουμε το χάσμα το οποίο χωρίζει τις απολαβές της δημόσιας τηλεόρασης από τον ιδιωτικό τομέα». Βέβαια, η ΕΡΤ είναι… ειδικό βιλαέτι, ωστόσο, μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να αναπτερώσει τις ελπίδες και άλλων τομέων του Δημοσίου για επιπλέον αυξήσεις.
Εν πάση περιπτώσει, γυρίζοντας στην αμιγώς πολιτική αρένα, η κυβέρνηση θα επιδιώξει άμεσα να «στριμώξει» την αντιπολίτευση για το ζήτημα της αξιολόγησης του Δημοσίου, τόσο σε επίπεδο υπηρεσιών, όσο και σε επίπεδο υπαλλήλων, αξιοποιώντας και τα στοιχεία που θα συγκεντρώσει από τη διαδικασία με τους πολίτες, με στόχο και η ίδια να φανεί ότι προωθεί το μεταρρυθμιστικό της πρόγραμμα, αλλά και ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης αδυνατούν να παρουσιάσουν μια εναλλακτική πρόταση.
Το στοίχημα είναι να επιτευχθούν οι απαραίτητες ισορροπίες, ώστε να αποτραπεί ένας «πόλεμος» με τους δημοσίους υπαλλήλους, ο οποίος θα μπορούσε να εκτρέψει την προσπάθεια για εμπέδωση θετικής ατζέντας με στόχο – και κορύφωση – τη ΔΕΘ.