Η Τράπεζα της Ελλάδος έρχεται με την ετήσια έκθεσή της να πει, με τεχνοκρατικούς όρους, κάτι που οι περισσότεροι εργαζόμενοι και επαγγελματίες το έχουν ήδη ζήσει – και μάλιστα αθόρυβα: όταν παίρνεις μια αύξηση στον μισθό για να καλύψεις τον πληθωρισμό, καταλήγεις να πληρώνεις και περισσότερο φόρο. Όχι επειδή έχεις περισσότερα χρήματα στην πραγματικότητα, αλλά επειδή το κράτος δεν έχει προσαρμόσει τα φορολογικά όρια και τους συντελεστές στις τιμές που τρέχουν γύρω μας.
Αυτό το φαινόμενο έχει ένα όνομα: φορολογική διάβρωση. Και δεν είναι καινούριο. Είναι όμως ιδιαίτερα έντονο την τελευταία τετραετία, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Τράπεζας. Όχι γιατί άλλαξαν οι νόμοι – το αντίθετο μάλιστα, έγιναν κάποιες μειώσεις συντελεστών τα προηγούμενα χρόνια. Αλλά γιατί η φορολογική κλίμακα μένει σταθερή, ενώ η ζωή γίνεται πιο ακριβή.
Με απλά λόγια, αν οι μισθοί ανεβαίνουν λόγω πληθωρισμού, αλλά τα φορολογικά κλιμάκια μένουν στα ίδια επίπεδα, τότε ο φορολογούμενος φαίνεται «πλουσιότερος» στα μάτια της εφορίας. Έτσι, πληρώνει περισσότερο φόρο, χωρίς να έχει δει βελτίωση στο βιοτικό του επίπεδο. Κάτι σαν να σου λένε: «Μπράβο για την αύξηση, τώρα δώσε και παραπάνω στο κράτος».
Η ΤτΕ κάνει λόγο για απώλεια φορολογικής δικαιοσύνης και βιωσιμότητας, όταν δεν υπάρχει ένας μόνιμος μηχανισμός που να προσαρμόζει τα όρια στον πληθωρισμό. Οι επιπτώσεις; Κυρίως για τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, που δεν έχουν περιθώρια ελιγμών. Ειδικά όσοι αμείβονται με 20.000 έως 40.000 ευρώ τον χρόνο, βλέπουν τις αποδοχές τους να “γλιστρούν” προς ανώτερα φορολογικά επίπεδα, χωρίς ουσιαστικά να μπορούν να καλύψουν καλύτερα τις ανάγκες τους.
Το 2023, το 70% της φορολογικής επιβάρυνσης οφειλόταν απλώς στο ότι οι φορολογούμενοι μετακινήθηκαν αυτόματα σε υψηλότερα κλιμάκια – απόρροια πληθωριστικών αυξήσεων, όχι πραγματικού πλουτισμού. Το 2019, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 20%. Κοινώς, η επιβάρυνση γίνεται σχεδόν αυτόματα, χωρίς συζήτηση. Και χωρίς να συνειδητοποιούν όλοι πώς και γιατί συμβαίνει.
Και μπορεί τα συνολικά έσοδα από φόρο εισοδήματος να παραμένουν σταθερά ως ποσοστό του ΑΕΠ (5,9%), όμως ο μέσος φορολογούμενος το νιώθει διαφορετικά: η φορολογική πίεση, λέει η ΤτΕ, είναι άνιση και βαραίνει περισσότερο αυτούς που δεν μπορούν να την αποφύγουν.
Παρά την καθαρή διατύπωση του προβλήματος, η Τράπεζα δεν προχωρά σε κάποια ρητή πρόταση για μονιμοποίηση της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής. Αντίθετα, καλεί σε «καταγραφή της φορολογικής διάβρωσης» και σε ενσωμάτωσή της στον μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχεδιασμό. Είναι βήμα, αλλά μικρό, τη στιγμή που το ζήτημα αφορά εκατοντάδες χιλιάδες φορολογούμενους και απασχολεί έντονα και πολιτικά.
Το τάιμινγκ της συζήτησης μόνο τυχαίο δεν είναι: πλησιάζει η ΔΕΘ, και στο οικονομικό επιτελείο αναζητούν μέτρα «ανακούφισης» για τη μεσαία τάξη. Σύμφωνα με πληροφορίες, εξετάζεται το ενδεχόμενο να θεσπιστεί μηχανισμός αυτόματης προσαρμογής των φορολογικών ορίων με βάση τον πληθωρισμό – έστω για συγκεκριμένες εισοδηματικές ομάδες. Καλό νέο, αν και αρκετά καθυστερημένο.
Για να δούμε πόσο απλό είναι: το αφορολόγητο όριο σήμερα είναι στα 10.000 ευρώ. Με πληθωρισμό 2,7% το 2024 και στόχο 2,1% για το 2025, θα έπρεπε ήδη να έχει φτάσει γύρω στα 10.200 ευρώ. Αν αυτό ίσχυε και για τα υπόλοιπα κλιμάκια, ο φόρος θα ήταν πιο δίκαια κατανεμημένος. Αλλά προς το παρόν, δεν είναι.
Η έκθεση της ΤτΕ καταλήγει σε μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση: αν το φορολογικό σύστημα γίνει πιο προοδευτικό και ευέλικτο, μπορεί να αναχαιτίσει τη διάβρωση και να ενισχύσει τη συμμόρφωση. Με άλλα λόγια, η εμπιστοσύνη χτίζεται όταν ο πολίτης δεν αισθάνεται ότι τιμωρείται απλώς και μόνο επειδή το χρήμα έχασε την αξία του.
Η ουσία; Οι αριθμοί λένε πολλά, αλλά η καθημερινότητα λέει περισσότερα. Κι όσο δεν αναπροσαρμόζονται τα όρια, η μικρή αύξηση στον μισθό κινδυνεύει να είναι απλώς το εισιτήριο για μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση. Όχι επειδή το κράτος το αποφάσισε ρητά, αλλά επειδή δεν φρόντισε να προστατεύσει τους πολίτες του από το “ροκάνισμα” του χρόνου.
.topontiki.