Την ύπαρξη μυστικών συνομιλιών με το Βρετανικό Μουσείο για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα επιβεβαίωσε στη Βουλή η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, απαντώντας στην επίκαιρη ερώτηση του Βουλευτή της Πλεύσης Ελευθερίας Αλέξανδρου Καζαμία με θέμα «Το δείπνο στην αίθουσα με τα Γλυπτά του Παρθενώνα στο Λονδίνο και η στάση της ελληνικής κυβέρνησης για την επιστροφή τους».
Η υπουργός έκανε σαφές ότι η κυβέρνηση ακολουθεί συγκροτημένη, μακρόπνοη στρατηγική, η οποία –όπως είπε– δεν μπορεί να εξελίσσεται δημόσια, καθώς «κάθε διαπραγμάτευση όταν είναι “υπό το φως του ήλιου”, και γνωστοποιείς τα επιχειρήματά σου, αυτομάτως έχεις χάσει ένα πολύ μεγάλο τμήμα από το επιχειρηματικό σου ατού». Τόνισε ότι «εργαζόμαστε ομόψυχα και μεθοδικά για την επιστροφή των Γλυπτών και θεωρούμε ότι ο στόχος είναι πιο κοντά από ποτέ μέσα στην πεντηκονταετία», υπογραμμίζοντας πως γίνονται συντονισμένες κινήσεις πολιτιστικής διπλωματίας σε όλα τα διεθνή φόρα.
Παράλληλα, επανέλαβε την πάγια θέση της Ελλάδας ότι τα Γλυπτά αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα ενός ενιαίου μνημείου και ότι «δεν μπορούμε να δεχθούμε ούτε κυριότητα, ούτε κατοχή, ούτε νομή από το Βρετανικό Μουσείο». Υπενθύμισε ότι η αρπαγή τους από τον Έλγιν και η μεταφορά τους στο Λονδίνο έγινε με παράνομο και καταχρηστικό τρόπο και ότι η διεθνής συζήτηση για την επιστροφή πολιτιστικών αγαθών ενισχύει πλέον σαφώς το ελληνικό αίτημα.
Το πρόσφατο δείπνο στην Duveen Gallery, στην αίθουσα όπου εκτίθενται τα Γλυπτά, χαρακτηρίστηκε από την υπουργό ως ενέργεια που εκθέτει το Βρετανικό Μουσείο και ενδυναμώνει τα ελληνικά επιχειρήματα περί έλλειψης σεβασμού και ασφάλειας των εκθεμάτων. Αντίστοιχες κινήσεις, σημείωσε, «αποδυναμώνουν κάθε ισχυρισμό της βρετανικής πλευράς».
Στο Λονδίνο, την ίδια στιγμή, το ζήτημα προκαλεί έντονη πολιτική αντιπαράθεση. Συντηρητικοί κύκλοι και προσωπικότητες της βρετανικής Δεξιάς καταγγέλλουν «μυστικές διαπραγματεύσεις» και ζητούν να μπλοκαριστεί οποιαδήποτε συμφωνία επαναπατρισμού, ενώ η κυβέρνηση Στάρμερ επιμένει ότι δεν σχεδιάζει αλλαγή του νόμου που απαγορεύει τη μόνιμη απομάκρυνση των Γλυπτών, αφήνοντας τις αποφάσεις στους επιτρόπους του μουσείου.
Ο Αλέξανδρος Καζαμίας, από την πλευρά του, αναγνώρισε τον εθνικό χαρακτήρα του ζητήματος, αλλά άσκησε κριτική στη «μυστική διπλωματία», εκφράζοντας φόβους ότι μπορεί να χαθεί το ευνοϊκό διεθνές momentum, ιδίως μετά την κλοπή στο Βρετανικό Μουσείο, τη δημόσια αμφισβήτηση της ύπαρξης οθωμανικού φιρμανιού και τα υψηλά ποσοστά της βρετανικής κοινής γνώμης που τάσσονται υπέρ της επιστροφής. Έθεσε το ερώτημα αν απαιτείται πλέον μια πιο δυναμική, ανοιχτή διεθνοποίηση της διεκδίκησης.
Η Μενδώνη, απαντώντας, υποστήριξε ότι «τίποτα δεν κινείται αυτοβούλως» και ότι η ενίσχυση της διεθνούς στήριξης είναι αποτέλεσμα της συγκεκριμένης στρατηγικής που ακολουθείται τα τελευταία χρόνια, με αιχμή τις παρεμβάσεις στην UNESCO και τις επαναπατρίσεις τμημάτων του γλυπτού διακόσμου, που –όπως είπε– έχουν αυξήσει «εκθετικά» τη δυναμική του ελληνικού αιτήματος για επανένωση.
Διαβάστε ακόμα: Σαμαράς για νέο κόμμα: Σταθμίζω την κατάσταση με προσοχή – Όταν έρθει η ώρα, θα αποφασίσω με ψυχραιμία