Η Ελλάδα εξακολουθεί να καταγράφει από τους χαμηλότερους μέσους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat για το 2024. Παρά τις αυξήσεις των τελευταίων ετών και τη συνολική βελτίωση της οικονομικής δραστηριότητας, η χώρα εμφανίζει σημαντική υστέρηση σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά και σε σχέση με πολλές πρώην ανατολικές οικονομίες που πλέον την έχουν ξεπεράσει.
Στη δεύτερη χαμηλότερη θέση η Ελλάδα
Ο μέσος ετήσιος μισθός πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα ανήλθε το 2024 στα 17.954 ευρώ, μόλις 884 ευρώ υψηλότερα από το 2023. Η επίδοση αυτή κατατάσσει τη χώρα δεύτερη από το τέλος στην Ε.Ε., πάνω μόνο από τη Βουλγαρία (15.400 ευρώ), ενώ ακολουθεί η Ουγγαρία με 18.500 ευρώ.
Παρότι η αύξηση κατά 5% θεωρείται θετική, παραμένει ανεπαρκής για να καλύψει το μεγάλο χάσμα με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ο οποίος φτάνει τα 39.800 ευρώ. Η διαφορά με τις πιο εύρωστες οικονομίες της Ένωσης είναι ακόμη μεγαλύτερη: ο μέσος μισθός στην Ελλάδα είναι 4,5 φορές χαμηλότερος από εκείνον του Λουξεμβούργου και 3,4 φορές χαμηλότερος από της Ιρλανδίας.
Ανατολικές χώρες ξεπερνούν την Ελλάδα
Αξιοσημείωτο είναι ότι αρκετές χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης έχουν πλέον αφήσει πίσω τους την Ελλάδα σε επίπεδο αμοιβών. Ρουμανία, Πολωνία και Σλοβακία, με μισθούς από 20.000 έως 21.000 ευρώ, παρουσιάζουν πολύ ταχύτερη σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Ακρίβεια και δομή της αγοράς εργασίας περιορίζουν τις πραγματικές αποδοχές
Παρά την ανάκαμψη της οικονομίας και τη μείωση της ανεργίας, η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων στη χώρα παραμένει ασθενής. Η επιμονή της ακρίβειας σε βασικά αγαθά, το υψηλό κόστος στέγασης και η συνολική φορολογική επιβάρυνση εξανεμίζουν μεγάλο μέρος των ονομαστικών αυξήσεων.
Παράλληλα, η ελληνική αγορά εργασίας διατηρεί χαρακτηριστικά που ασκούν καθοδική πίεση στους μισθούς: υψηλά ποσοστά μερικής απασχόλησης, χαμηλή εξειδίκευση, περιορισμένες συλλογικές διαπραγματεύσεις και ασθενής σύνδεση μισθολογικών αυξήσεων με την παραγωγικότητα.
Οι κατώτατοι μισθοί στην Ε.Ε. και η θέση της Ελλάδας
Τα στοιχεία της Alpha Bank δείχνουν ότι οι κατώτατοι μισθοί αυξήθηκαν σχεδόν σε όλα τα κράτη-μέλη την περίοδο Ιουλίου 2024 – Ιουλίου 2025, με την Ελλάδα να καταγράφει άνοδο 6,1%. Το ποσοστό αυτό, ωστόσο, υπολείπεται σημαντικά των αυξήσεων στην Κεντρική Ευρώπη, όπου ορισμένες χώρες κινήθηκαν μεταξύ 10% και 15,5%.
Ο δείκτης Kaitz – που αποτυπώνει τη σχέση κατώτατου μισθού προς τον μέσο ή διάμεσο – βελτιώθηκε στη συντριπτική πλειονότητα των κρατών το 2023. Η ευρωπαϊκή Οδηγία 2022/2041 ορίζει ότι ο κατώτατος μισθός πρέπει να αντιστοιχεί στο 60% του διάμεσου ή στο 50% του μέσου μισθού. Η Ελλάδα απέχει ακόμη από αυτούς τους στόχους, γεγονός που υπογραμμίζει τις αδυναμίες στη διαμόρφωση επαρκών αμοιβών.
Μακρύς ο δρόμος για ουσιαστική σύγκλιση
Τα στοιχεία δείχνουν μια διττή εικόνα: από τη μια πλευρά, σταθερή μακροοικονομική βελτίωση και αύξηση της απασχόλησης· από την άλλη, μισθοί που κινούνται με βραδύτερο ρυθμό και δεν επιτρέπουν ουσιαστική σύγκλιση με την Ευρώπη.
Για να υπάρξει πραγματική ενίσχυση των αποδοχών, απαιτούνται:
αύξηση της παραγωγικότητας,
αναβάθμιση δεξιοτήτων και δημιουργία θέσεων υψηλής ειδίκευσης,
προσέλκυση ποιοτικών επενδύσεων,
ενίσχυση των μηχανισμών διαπραγμάτευσης στην αγορά εργασίας.
Η πορεία της οικονομίας τα τελευταία χρόνια δείχνει ότι η Ελλάδα έχει δυναμική. Το ζητούμενο πλέον είναι η δυναμική αυτή να μετατραπεί σε πραγματική βελτίωση εισοδήματος για τους εργαζομένους, ώστε τα επόμενα χρόνια η χώρα να μπορέσει να πλησιάσει το ευρωπαϊκό επίπεδο αμοιβών.
Διαβάστε ακόμα: Προπληρωμένες κάρτες: Πότε γίνεται η κλήρωση για τα 1.000€